«Θέλω να πω πως η ατοµική και η συλλογική µας περιουσία,
το σπίτι µας και ο τόπος µας, χτίστηκαν µε τον κόπο µας.
Και τον κόπο µας τον πονάµε, Τζάννο µου»
είπε ήρεµα ο Στέφανος Χωρέµης κοιτάζοντας πέρα τη θά¬λασσα.
Η οικογένεια Χωρέµη, ξεριζωµένη από τη γενέτειρά της τη Χίο, για να γλιτώσει από τη σφαγή του 1822, ξαναχτίζει µε επιµονή και πίστη στην πρόοδο τη ζωή της στη Σύρο, όπου στη διάρκεια των χρόνων συγκεντρώνονται πρόσφυγες και κατατρεγµένοι από διάφορες περιοχές της Μεσογείου. Οι οικονοµικές δραστηριότητες της οικογένειας συνδέονται µε τη ραγδαία ανάπτυξη της Ερµούπουλης και την ανάδειξή της σε εµπορικό και ακτοπλοϊκό κέντρο στα µέσα του 19ου αιώνα.
Ο καιρός κυλά και τα µέλη της οικογένειας, ο Στέφανος και η Σµαράγδα, ο Άλκης και η Ελένη, ο Ζαννής και ο Αντώνης, ο Χαρίλαος και η Ρορώ ερωτεύονται, παντρεύονται, σπουδάζουν στο εξωτερικό, παραθερίζουν όλοι µαζί στο Πισκοπιό, εξελίσσονται παράλληλα µε τον τόπο. Μια τραγωδία ωστόσο που ρίχνει βαριά τη σκιά της στην οικογένεια Χωρέµη θα σταθεί η αφορµή για να αναδυθούν έριδες και ανταγωνισµοί ανοίγοντας έναν ακόµα κύκλο στο αδιάκοπο πέρα δώθε των µελών της.
Μια πανοραµική αποτύπωση της ανόδου και της πτώσης µιας πόλης και ενός νησιού, που γίνεται χωνευτήρι διαφορετικών εθνοτικών οµάδων. Ένα συναρπαστικό µυθιστόρηµα για το πώς οι µυλόπετρες της ιστορίας διαµορφώνουν την πορεία µιας οικογένειας.
Ξερότοπος ήταν το νησί, τέσσερις χιλιάδες αριθµούσε, όταν η Χίος πριν την καταστροφή της αριθµούσε πάνω από εκατόν είκοσι χιλιάδες. Κι αν οι Χιώτες ήρθαν το ’22, το ’24 ήρθαν οι Ψαριανοί. Γέµισε τότε η παραλία καλύβες, πάνω από χίλιες απλώθηκαν στην αιµασιά. Οι άνθρωποι που κατέφυγαν εκείνα τα χρόνια στη Σύρο ταλαιπωρηµένοι ήταν, φτωχοί και δυστυχισµένοι, ωστόσο ήταν έντιµοι βιοπαλαιστές και δηµιουργικοί.