ΤΟ ΟΠΛΟ
Στο λόφο επικρατούσε απόλυτη ησυχία, αν εξαίρει κανείς το μόνιμο ανεπαίσθητο βούισμα του ανέμου και το μπάσο μουρμουρητό των εντόμων, ήχους αρχαίους, αρχέγονους.
Έλειπε κάθε ανθρώπινος ήχος. Ο μύλος δε θα λειτουργούσε ακόμα ήταν χαράματα. Οι χωριάτες δε θα έρχονταν πριν ο ήλιος ανέβει ακόμα μια πιθαμή.
Ο μύλος.
Πετροχτισμένος, κεραμόσκεπος, με εξάκτινη φτερωτή, χτισμένος πριν τον καιρό του προ-προπάππου του γερο- Κάρνωφ, του μυλωνά. Πάνω από τρεις ίσως αιώνες άλεθε το σιτάρι, το κριθάρι, τη σίκαλη και το καλαμπόκι των περιοίκων του λόφου Αιπύ. Πάνω από τρεις αιώνες οι μυλόπετρες του τρίζοντας αργά την κοσμική μελωδία της ζωής, έδιναν ζωή σ’ αυτούς τους ανθρώπους, ζωή με τη μορφή άσπρης πασπαλής που ξεχυνόταν ανάμεσα απ’ τα χείλη τους, αλεύρι που θα γινόταν ψωμί, που θα γινόταν ζωή. Αυτό για πάμπολλες γενιές.
Δίπλα στις πέτρες, στις ατέρμονες, κάτω απ’ τα μαυρισμένα απ’ τον καιρό μα και ασπρισμένα απ’ τη σκόνη δοκάρια, τραγουδήθηκαν τραγούδια της εργατιάς, ακούστηκαν βρισιές πάνω στη μοιρασιά της σοδειάς, χύθηκε αίμα – και στον καβγά και από ατυχήματα – στεγάστηκαν κάποιες νύχτες νόμιμοι και παράνομοι έρωτες… Η ζωή άφησε καθάρια τα σημάδια της και όσοι ευαίσθητοι έμπαιναν στο μύλο ένιωθαν αυτήν την παρουσία, μοιράζονταν μ’ αυτήν το λίκνο, ήξεραν πως τους συνοδεύει πάντα.
*Ελαφρά κιτρινισμένα φύλλα, λόγω παλαιότητας!